δεκατριμελής

δεκατριμελής
(-ούς) -ές
(για ομάδα προσώπων) που αποτελείται από δεκατρία μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρ. Φραντζή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”